- αγουροθερίζω
- 1. θερίζω τα σιτηρά πρόωρα, προτού ωριμάσει ο καρπός τους2. (η μτχ. παθ. πρκ.) αγουροθερισμένος, -η, -οαυτός που πέθανε πρόωρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγουροθερίζω — αγουροθέρισα, αγουροθερίστηκα, αγουροθερισμένος, θερίζω πριν την ώρα· η μτχ. παθ. πρκ. αγουροθερισμένος μτφ. και για κείνον που πεθαίνει πριν την ώρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγουρος — η, ο (Μ το αρσ. ἄγουρος ως ουσ.) (για πρόσωπα) αυτός που δεν ωρίμασε, δεν ενηλικιώθηκε ακόμη, νέος άντρας, παληκάρι νεοελλ. 1. αυτός που δεν πήρε ακόμη την τελική του μορφή, που δεν ολοκληρώθηκε 2. αυτός που δεν ωρίμασε διανοητικά, ανώριμος,… … Dictionary of Greek
αγουρο- — θ. τού επιθ. άγουρος ως α συνθετικό που δηλώνει: 1. τους πρώιμους καρπούς (αγουροδαμάσκηνο, αγουρόμηλο, αγουρόσυκο) 2. ότι κάτι γίνεται πρόωρα, πριν από την καθορισμένη ώρα (αγουρογεννώ, αγουρογερνώ, αγουροθερίζω, αγουροξυπνώ, αγουροπεθαίνω) … Dictionary of Greek